- Περικλέα
- Περικλέηςmasc acc sg (epic ionic)Περικλέᾱ , Περικλέηςmasc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοφορία — μισθοφορία, ἡ (Α) [μισθοφόρος] 1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία 2. μισθοφορά* («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
νεωστί — (ΑΜ νεωστί) επίρρ. πριν από λίγο, πρόσφατα («καὶ Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *νέως, αμάρτυρο επίρρ. τού νέος + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. ιερωσ τί, ταχεωσ τί)] … Dictionary of Greek